Единоличный στα ελληνικά

Μετάφραση: единоличный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, ατομικός, πέλμα, γλώσσα, άτομο, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
Единоличный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
  • единоличник στα ελληνικά - αγρότης, ατομική αγροτική, η ατομική αγροτική
  • единомыслие στα ελληνικά - ταυτότητα, συμφωνία, συμφωνίας, Συμφωνώ, σύμβαση, συμφωνίας για
  • единомышленник στα ελληνικά - συνέταιρος, οπαδός, συσχετίζω, συνασπίζομαι, συνένοχος, συνασπίζω, confederate, ...
Τυχαίες λέξεις
Единоличный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, ατομικός, πέλμα, γλώσσα, άτομο, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική