Единственный στα ελληνικά
Μετάφραση: единственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλώσσα, αποκλειστικός, απόκοσμος, ιδιόμορφος, ανύπαντρος, πέλμα, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, μονός, μόνο, ενικός, ασυντρόφευτος, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μόνος, η μόνη, ο μόνος, το μόνο, το μοναδικό, η μοναδική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- единоутробный στα ελληνικά - μήτρας, της μήτρας, μήτρα, μητρική, μητριαία
- единственно στα ελληνικά - μόνο, απλώς, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
- единство στα ελληνικά - αρμονία, σωματειακός, συγκατάθεση, συμφωνία, ένωση, αλληλεγγύη, ακεραιότητα, ...
- единый στα ελληνικά - μόνο, συνηθισμένος, κοινός, μονόκλινος, ιδιόμορφος, μόνος, ανύπαντρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Единственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλώσσα, αποκλειστικός, απόκοσμος, ιδιόμορφος, ανύπαντρος, πέλμα, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, μονός, μόνο, ενικός, ασυντρόφευτος, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μόνος, η μόνη, ο μόνος, το μόνο, το μοναδικό, η μοναδική
Μεταφράσεις: γλώσσα, αποκλειστικός, απόκοσμος, ιδιόμορφος, ανύπαντρος, πέλμα, αποκλειστικότητα, μονόκλινος, μονός, μόνο, ενικός, ασυντρόφευτος, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μόνος, η μόνη, ο μόνος, το μόνο, το μοναδικό, η μοναδική