Елейный στα ελληνικά
Μετάφραση: елейный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλοφτιαγμένος, γλοιώδης, στιλπνός, λιπαρός, άψογος, λιπαρή, λιπαρό, ελαιώδης, λιπαρόν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- елей στα ελληνικά - έλατα, ελάτων, τα έλατα, ελάτης
- елейность στα ελληνικά - χρίσμα, μύρο, το χρίσμα, ευχέλαιο, χρίσματος
- елена στα ελληνικά - Έλενα, Helena, Ελένη, ελένης, Ελένα
- елец στα ελληνικά - λευκίσκος, Dace, Το Dace, του Dace
Τυχαίες λέξεις
Елейный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλοφτιαγμένος, γλοιώδης, στιλπνός, λιπαρός, άψογος, λιπαρή, λιπαρό, ελαιώδης, λιπαρόν
Μεταφράσεις: καλοφτιαγμένος, γλοιώδης, στιλπνός, λιπαρός, άψογος, λιπαρή, λιπαρό, ελαιώδης, λιπαρόν