Жизнеспособный στα ελληνικά

Μετάφραση: жизнеспособный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγιής, εφαρμόσιμος, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
Жизнеспособный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • жизнерадостный στα ελληνικά - φαιδρός, ευτυχής, καλόκαρδος, ζωηρός, εύθυμος, ανθεκτικός, ελαστικός, ...
  • жизнеспособность στα ελληνικά - χυμός, ζωτικότητα, ζουμί, εξαντλώ, βιωσιμότητα, βιωσιμότητας, βιωσιμότητά, ...
  • жизнестойкий στα ελληνικά - σκληρός, δύσκολος, σκληροτράχηλος, ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, ...
  • жизнестойкость στα ελληνικά - ζωτικότητα, ζωής, ζωντάνια, ζωτικότητας, τη ζωτικότητα
Τυχαίες λέξεις
Жизнеспособный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγιής, εφαρμόσιμος, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο