Заведовать στα ελληνικά
Μετάφραση: заведовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- заведение στα ελληνικά - θεσμός, οίκος, ίδρυμα, στοιχηματίζω, στοίχημα, υποθήκη, θεσπίζω, ...
- заведование στα ελληνικά - χειραγωγία, διαγωγή, επιτήρηση, διεξάγω, επίβλεψη, συμπεριφορά, ηγετικός, ...
- заведомо στα ελληνικά - ασφαλώς, μπρος, επίτηδες, σκόπιμα, εμφανώς, βέβαια, συνειδητά, ...
- заведомый στα ελληνικά - εξοικειωμένος, διάσημος, λαϊκός, γνωστό, περιβόητος, δημοφιλής, διαβόητος, ...
Τυχαίες λέξεις
Заведовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Μεταφράσεις: καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, εποπτεύω, επιβλέπω, εγχειρίζω, λειτουργώ, διευθύνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε