Завешивать στα ελληνικά
Μετάφραση: завешивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγχονίζω, αυλαία, πέπλος, καλύπτω, κουρτίνα, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- завет στα ελληνικά - διαθήκη, συμβόλαιο, σύμφωνο, σύμβαση, διαθήκης
- заветный στα ελληνικά - κοντά, στοργικός, τρυφερός, αγαπημένες, προσφιλείς, λατρεύεται, προσφιλή, ...
- завещание στα ελληνικά - διαθήκη, θέληση, προαίρεση, επινοώ, θα, θα είναι, θα το, ...
- завещатель στα ελληνικά - διαθέτης, διαθέτη, κληρονομουμένου, κληρονομούμενος, κληρονομούμενο
Τυχαίες λέξεις
Завешивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγχονίζω, αυλαία, πέπλος, καλύπτω, κουρτίνα, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Μεταφράσεις: απαγχονίζω, αυλαία, πέπλος, καλύπτω, κουρτίνα, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει