Завоевывать στα ελληνικά

Μετάφραση: завоевывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Завоевывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • завоевательный στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
  • завоевать στα ελληνικά - κατακτώ, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
  • завоз στα ελληνικά - παραλαβή, παράδοση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • завозить στα ελληνικά - ρανίδα, φέρνω, σταγόνα, παίρνω, μειώνομαι, παραδώσει, διατυπώνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Завоевывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακτώ, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του