Завопить στα ελληνικά
Μετάφραση: завопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνάζω, στριγκλίζω, κραυγή, στριγγλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Μεταφράσεις
- вранье στα ελληνικά - κείμαι, βλακείες, ψεύδομαι, σαπίζω, ανοησίες, ψέματα, βρίσκεται, ...
- всенародный στα ελληνικά - εθνικός, σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
- дамокл στα ελληνικά - σπάθη, Δαμοκλής, Damocles, Δαμοκλή, σπάθη να
- девчонка-сорванец στα ελληνικά - αγοροκόριτσο, Tomboy, το Tomboy, του Tomboy, αγριοκόριτσο
Τυχαίες λέξεις
Завопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνάζω, στριγκλίζω, κραυγή, στριγγλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Μεταφράσεις: φωνάζω, στριγκλίζω, κραυγή, στριγγλίζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει