Загипсовать στα ελληνικά
Μετάφραση: загипсовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκοπλάστης, γύψος, μεθυσμένος, επίχρισμα, επιχρισμένοι, σοβατισμένοι, σοβατιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- балбесничать στα ελληνικά - αδρανής, σπαταλώ, σπατάλη, άνεργος, τεμπέλης, αργόσχολος, λύμα, ...
- вороненый στα ελληνικά - μπλέ, επεξεργασμένο, blued, από επεξεργασμένο
- гарантирует στα ελληνικά - εγγυήσεις, εγγυήσεων, εγγυήσεις που, τις εγγυήσεις, εγγύηση
- джаз στα ελληνικά - τζαζ, jazz, της τζαζ, την τζαζ
Τυχαίες λέξεις
Загипсовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκοπλάστης, γύψος, μεθυσμένος, επίχρισμα, επιχρισμένοι, σοβατισμένοι, σοβατιστεί
Μεταφράσεις: λευκοπλάστης, γύψος, μεθυσμένος, επίχρισμα, επιχρισμένοι, σοβατισμένοι, σοβατιστεί