Заглушать στα ελληνικά
Μετάφραση: заглушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνίγω, φλομώνω, κουκουλώνω, στραγγαλίζω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Μεταφράσεις
- адсорбция στα ελληνικά - προσρόφηση, προσρόφησης, απορρόφηση, προσροφήσεως, απορρόφησης
- бесхарактерность στα ελληνικά - έλλειψη θάρους, μαλθακότητα, έλλειψη αποφασιστικότητος, από αδυναμία
- встрепанный στα ελληνικά - αναμαλλιασμένος, ατημέλητα, disheveled, ατημέλητο, ατημέλητες
- дуализм στα ελληνικά - δυαδική υπόσταση, δυϊσμός, δυϊσμό, δυϊσμού, δυισμό
Τυχαίες λέξεις
Заглушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνίγω, φλομώνω, κουκουλώνω, στραγγαλίζω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν
Μεταφράσεις: πνίγω, φλομώνω, κουκουλώνω, στραγγαλίζω, πνίξει, πνίγονται, πνιγεί, πνίξουν