Заискивание στα ελληνικά
Μετάφραση: заискивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφυγή, πρόληψη, εμποδισμός, πλοιαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветошь στα ελληνικά - κουρέλι, πήζω, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
- волюта στα ελληνικά - σπείρα, ελικοειδούς τμήματος, σαλίγκαρο, σαλίγκαρου, ελικωτός
- всаживать στα ελληνικά - φυτό, μπήγω, χώνω, ώθηση, βάζω, εργοστάσιο, φυτεύω, ...
- двухосновный στα ελληνικά - διβασικός, διβασικό, διβασικού, διβασικά, διβασικών
Τυχαίες λέξεις
Заискивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφυγή, πρόληψη, εμποδισμός, πλοιαρχία
Μεταφράσεις: αποφυγή, πρόληψη, εμποδισμός, πλοιαρχία