Закалить στα ελληνικά
Μετάφραση: закалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληραίνω, περίοδο, διάθεση, περίοδος, νοστιμίζω, μετριάζω, οργή, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безухий στα ελληνικά - είδος earless
- вышесказанный στα ελληνικά - προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερόμενη, προαναφερθέν
- горемыка στα ελληνικά - πενιχρός, δυστυχής, καημένος, φτωχός, διάβολος, ατυχής, ατυχές, ...
- грузооборот στα ελληνικά - δοσοληψία, κυκλοφορία, κύκλος εργασιών, του κύκλου εργασιών, κύκλου εργασιών, ο κύκλος εργασιών, κύκλο εργασιών
Τυχαίες λέξεις
Закалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληραίνω, περίοδο, διάθεση, περίοδος, νοστιμίζω, μετριάζω, οργή, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Μεταφράσεις: σκληραίνω, περίοδο, διάθεση, περίοδος, νοστιμίζω, μετριάζω, οργή, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία