Закалять στα ελληνικά
Μετάφραση: закалять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззвучный στα ελληνικά - σιωπηλός, χαζός, μουγγός, αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, ...
- блуд στα ελληνικά - πορνεία, πορνείας, την πορνεία, μοιχεία, πορνείαν
- детективный στα ελληνικά - ντετέκτιβ, αστυνομικό, αστυνομικών, ντέντεκτιβ, αστυνομικός
- животноводство στα ελληνικά - ζώο, κτήνος, ζώα, κτηνοτροφία, ζωικού κεφαλαίου, κτηνοτροφίας, ζωικό κεφάλαιο
Τυχαίες λέξεις
Закалять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
Μεταφράσεις: ατσαλένιος, μετριάζω, περίοδος, οργή, χάλυβας, ατσάλι, διάθεση, νοστιμίζω, σκληραίνω, περίοδο, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία