Закладывать στα ελληνικά

Μετάφραση: закладывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εχέγγυο, τοποθετώ, ιδρύω, υποθήκη, βρήκα, υπόσχομαι, υποθηκεύω, βάζω, ενέχυρο, υπόσχεση, ενεχύρου, ενεχυρίαση, υπόσχεσή
Закладывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бал στα ελληνικά - μπάλα, κουβάρι, χορεύω, σφαίρα, πάσα, αντίπαλων, μπάλας
  • болгарский στα ελληνικά - Βούλγαρος, βουλγαρική, Βουλγαρικά, βουλγαρικής, βουλγαρικές
  • брам-стеньга στα ελληνικά - topgallant
  • гуманист στα ελληνικά - ουμανιστής, ανθρωπιστής, ανθρωπιστή, ουμανιστική, ανθρωπιστών
Τυχαίες λέξεις
Закладывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εχέγγυο, τοποθετώ, ιδρύω, υποθήκη, βρήκα, υπόσχομαι, υποθηκεύω, βάζω, ενέχυρο, υπόσχεση, ενεχύρου, ενεχυρίαση, υπόσχεσή