Заклиниваться στα ελληνικά

Μετάφραση: заклиниваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόζω, βρίσκομαι, συνωστισμός, γίνομαι, διανύω, είμαι, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
Заклиниваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бенедикт στα ελληνικά - νεόνυμφος, Βενέδικτος, Βενέδικτου, Βενέδικτο, Benedict
  • виргиния στα ελληνικά - Βιργινία, Βιρτζίνια, virginia, της Βιρτζίνια, Βιρτζίνιας
  • деревянистый στα ελληνικά - ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλώδεις, ξυλωδών, γραμμοειδή, ξυλώδες
  • дофин στα ελληνικά - δελφίνος, Dauphin, δελφίνου, δελφίνο, τίτλος των πρωτότοκων υιών των βασιλέων της γαλλίας
Τυχαίες λέξεις
Заклиниваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόζω, βρίσκομαι, συνωστισμός, γίνομαι, διανύω, είμαι, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες