Закупорка στα ελληνικά
Μετάφραση: закупорка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восполнять στα ελληνικά - κατασκευάζω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, περατώνω, παροχή, ολόκληρος, χορήγηση, ...
- вратарь στα ελληνικά - τερματοφύλακας, τερματοφύλακα, αντίπαλο τερματοφύλακα, τον τερματοφύλακα
- вторичный στα ελληνικά - δευτερόλεπτο, πλάγιος, δευτερεύων, δεύτερον, παράγωγος, επαναλαμβανόμενος, δεύτερος, ...
- договорный στα ελληνικά - συμβατικός, συμβατικές, συμβατικών, συμβατική, συμβατικής, συμβατικό
Τυχαίες λέξεις
Закупорка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης
Μεταφράσεις: παρακώλυση, στένωση, εμπόδιο, παρεμπόδιση, απόφραξη, απόφραξης