Закурить στα ελληνικά

Μετάφραση: закурить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Закурить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антиклиналь στα ελληνικά - κυλώ, κύλινδρος, αψίδα, ψωμάκι, αντίκλινο, αντικλινική, anticline, ...
  • возвышающийся στα ελληνικά - πανύψηλος, υψηλός, πανύψηλα, πανύψηλους, πανύψηλο, υψωμένος
  • ещё στα ελληνικά - αλλιώς, ακίνητος, άλλος, ωστόσο, ακόμα, ήρεμος, γαλήνιος, ...
  • жестокий στα ελληνικά - βάρβαρος, έξυπνος, τετραπέρατος, καπάτσος, αυστηρός, τρομερός, δριμύς, ...
Τυχαίες λέξεις
Закурить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης