Замачивание στα ελληνικά
Μετάφραση: замачивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бюрократ στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκράτης, γραφειοκράτη, γραφειοκράτες, γραφειοκρατών
- гнойник στα ελληνικά - έλκος, απόστημα, αποστήματος, αποστημάτων, αποστήματα, απόστημα του
- дивизия στα ελληνικά - μεραρχία, διαίρεση, διχασμός, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- еврейский στα ελληνικά - εβραϊκός, εβραϊκή, Εβραϊκό, εβραϊκής, Εβραϊκού
Τυχαίες λέξεις
Замачивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε