Запарывать στα ελληνικά
Μετάφραση: запарывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, δέρνω, χτυπώ, zaparyval
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возбуждающий στα ελληνικά - συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
- выращивание στα ελληνικά - όγκος, επώαση, ανάπτυξη, τρέφω, αναπαραγωγή, μεγαλώνουν, μεγαλώνει, ...
- вышеприведенный στα ελληνικά - άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
- губчатый στα ελληνικά - σπογγώδης, σφουγγάρι, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο, σπόγγος
Τυχαίες λέξεις
Запарывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, δέρνω, χτυπώ, zaparyval
Μεταφράσεις: μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, δέρνω, χτυπώ, zaparyval