Заправлять στα ελληνικά

Μετάφραση: заправлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Заправлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
  • выкорчевывать στα ελληνικά - ρίζα, εκρίζω, ξεριζώνω, ξεριζώσουν, ξεριζώσει, ξεριζώσουμε
  • декатировать στα ελληνικά - παίρνω, sanforize
  • домохозяин στα ελληνικά - ιδιοκτήτη, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτριας, ιδιοκτήτρια, νοικοκύρης
Τυχαίες λέξεις
Заправлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει