Заражать στα ελληνικά
Μετάφραση: заражать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύνω, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амплитуда στα ελληνικά - πλάτος, εύρος, πλάτους, εύρους, το πλάτος
- атрибут στα ελληνικά - κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, ...
- детоубийца στα ελληνικά - σκότωσαν τα παιδιά τους, σκότωσαν τα παιδιά
- дуплет στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
Τυχαίες λέξεις
Заражать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύνω, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
Μεταφράσεις: μολύνω, μιαίνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν