Засвидетельствование στα ελληνικά
Μετάφραση: засвидетельствование, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- братство στα ελληνικά - κοινότητα, αδελφότητα, αδελφοσύνη, αδελφοσύνης, αδελφότητας, την αδελφοσύνη
- вязанье στα ελληνικά - πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
- главный στα ελληνικά - κεντρικός, κυριότερος, πρώτος, πρωτεύουσα, λαμπρός, στρατηγός, ηγετικός, ...
- дефектный στα ελληνικά - αισχρός, ελαττωματικός, ελλειπτικός, φαύλος, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ελαττωματικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Засвидетельствование στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
Μεταφράσεις: κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό