Заставлять στα ελληνικά

Μετάφραση: заставлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, προαίρεση, μειώνω, επιβάλλω, στηρίγματα, λουρί, κατασκευάζω, καθορίζω, βία, περιορίζω, προσδιορίζω, διαθήκη, φέρνω, προκαλώ, αλλοτριώνω, φραγμός, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Заставлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • втайне στα ελληνικά - κρυφά, μυστικά, στα κρυφά, μυστική, κρυφίως
  • выровняться στα ελληνικά - φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, αναπτύσσω, σωστός, δεξιός, αναπτύσσομαι, ...
  • досье στα ελληνικά - λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, ...
  • женофоб στα ελληνικά - σεξιστικές, σεξιστική, σεξιστικών, σεξιστικά, σεξιστικό
Τυχαίες λέξεις
Заставлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, προαίρεση, μειώνω, επιβάλλω, στηρίγματα, λουρί, κατασκευάζω, καθορίζω, βία, περιορίζω, προσδιορίζω, διαθήκη, φέρνω, προκαλώ, αλλοτριώνω, φραγμός, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν