Засыпать στα ελληνικά
Μετάφραση: засыпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυλίγω, επίπληξη, καταποντίζω, ύπνος, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вертеп στα ελληνικά - λημέρι, καταγώγιο, Φάτνη της Γεννήσεως, σκηνής της γέννησης, Γέννηση σκηνή, Γεννήσεως Σκηνή, σκηνής nativity
- дисциплинарный στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- доверить στα ελληνικά - εμπιστεύομαι, αναθέτω, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
- договариваться στα ελληνικά - θεραπεύω, τακτοποιώ, μεταχειρίζομαι, κανονίζω, διαπραγματεύομαι, διορίζω, κέρασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Засыпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυλίγω, επίπληξη, καταποντίζω, ύπνος, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
Μεταφράσεις: τυλίγω, επίπληξη, καταποντίζω, ύπνος, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο