Затрачивать στα ελληνικά

Μετάφραση: затрачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
Затрачивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • антисемитизм στα ελληνικά - αντισημιτισμό, αντισημιτισμού, του αντισημιτισμού, αντισημιτισμός, τον αντισημιτισμό
  • ввозимый στα ελληνικά - εισάγονται, να εισάγονται, δυνατόν να εισάγονται, είναι δυνατόν να εισάγονται, εισαχθεί ως
  • вне στα ελληνικά - έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
  • доплетаться στα ελληνικά - σέρνω, dopletatsya
Τυχαίες λέξεις
Затрачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε