Захватывающий στα ελληνικά

Μετάφραση: захватывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
Захватывающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авантюристка στα ελληνικά - τυχοδιώκτρια, τυχοδιώκτης, adventuress
  • брызнуть στα ελληνικά - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, πιτσιλίζω, πλατσουρίζω, πιτσιλάω, βουτιά, ...
  • деятельность στα ελληνικά - εργασία, κίνημα, δράση, ασχολία, κίνηση, επενέργεια, καριέρα, ...
  • дипломированный στα ελληνικά - πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιημένη, πιστοποιείται, πιστοποιηθεί
Τυχαίες λέξεις
Захватывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά