Землекоп στα ελληνικά
Μετάφραση: землекоп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αεροναυτίλος, τραπεζίτης, εκσκαφέας, ναυτίλος, ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς
Μεταφράσεις
- бесславить στα ελληνικά - φραγμός, στίγμα, ψεγάδι, εξευτελίζω, αμαυρώνω, φράγμα, αμφισβητώ, ...
- боязливый στα ελληνικά - ντροπαλός, συνεσταλμένος, φοβισμένος, δειλός, άτολμος, άτολμους, ο άτολμος, ...
- венозный στα ελληνικά - φλεβικός, φλεβική, φλεβικής, φλεβικού, φλεβικό
- вещий στα ελληνικά - σοφός, φρόνιμος, συνετός, προφητικός, προφητικό, προφητική, προφητικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Землекоп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αεροναυτίλος, τραπεζίτης, εκσκαφέας, ναυτίλος, ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς
Μεταφράσεις: αεροναυτίλος, τραπεζίτης, εκσκαφέας, ναυτίλος, ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς