Извлечь στα ελληνικά

Μετάφραση: извлечь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, αποκτώ, εκτινάσσω, λαμβάνω, εκτοξεύω, τραβώ, τράβηγμα, παραλαμβάνω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Извлечь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апелляционный στα ελληνικά - εφετικός, δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού, δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό, δευτεροβάθμιο, του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού
  • встарь στα ελληνικά - σε, άλλοτε, πρότερον
  • давность στα ελληνικά - παραγραφή, περιστολή, περιορισμός, αρχαιότητα, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, ...
  • житница στα ελληνικά - σιτοβολώνας, σιτοβολώνα, σιτοπαραγωγική, breadbasket, σιτοβολώνας της
Τυχαίες λέξεις
Извлечь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, αποκτώ, εκτινάσσω, λαμβάνω, εκτοξεύω, τραβώ, τράβηγμα, παραλαμβάνω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει