Изворотливый στα ελληνικά

Μετάφραση: изворотливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σβέλτος, εύστροφος, τετραπέρατος, ολισθηρός, γλιστερός, επινοητικός, εκκεντρικός, πανούργος, μουσίτσα, πονηρή, dodgy, περίεργη, περίεργες
Изворотливый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волчонок στα ελληνικά - κουτάβι, νεογνών, το κουτάβι, των νεογνών, νεογνού
  • грифель στα ελληνικά - ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
  • дактиль στα ελληνικά - δάκτυλος
  • дежурство στα ελληνικά - βλέπω, καθήκον, φρουρά, παρακολουθώ, δασμοί, ρολόι, εναλλαγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Изворотливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σβέλτος, εύστροφος, τετραπέρατος, ολισθηρός, γλιστερός, επινοητικός, εκκεντρικός, πανούργος, μουσίτσα, πονηρή, dodgy, περίεργη, περίεργες