Излучать στα ελληνικά
Μετάφραση: излучать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακτίνα, λάμψη, αναδίνω, εκπέμπω, ακτινοβολώ, σαλάχι, στέλνω, ρυάκι, κυλώ, αχτίδα, ρέω, σπιθίζω, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбре στα ελληνικά - μυρίζω, ευωδιά, άρωμα, ευωδία, μυρωδιά, οσμή, το άρωμα, ...
- булава στα ελληνικά - ρόπαλο, λέσχη, σκήπτρο, περιβλήματα μοσχοκάρυδων, αμώμων, καρποί αμώμων
- грим στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
- забрести στα ελληνικά - τριγυρίζω, αδέσποτος, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Излучать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακτίνα, λάμψη, αναδίνω, εκπέμπω, ακτινοβολώ, σαλάχι, στέλνω, ρυάκι, κυλώ, αχτίδα, ρέω, σπιθίζω, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί
Μεταφράσεις: ακτίνα, λάμψη, αναδίνω, εκπέμπω, ακτινοβολώ, σαλάχι, στέλνω, ρυάκι, κυλώ, αχτίδα, ρέω, σπιθίζω, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί