Излучающий στα ελληνικά
Μετάφραση: излучающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστραφτερός, ακτινοβόλος, εκπομπής, εκπέμπουν, που εκπέμπουν, εκπέμποντας, εκπέμπει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиалайнер στα ελληνικά - αεροπλάνο γραμμής, αεροπλάνο, αεροσκάφος, αεροσκάφους, επιβατηγό αεροσκάφος
- асбест στα ελληνικά - αμίαντος, αμίαντο, αμιάντου, τον αμίαντο, αμίαντου
- веко στα ελληνικά - σκέπασμα, μαρκίζα, βλεφαρίδα, καπάκι, βλέφαρο, βλεφάρου, βλεφάρων, ...
- единовластие στα ελληνικά - αυτοκρατορία, μονοκρατορία, μονοκρατορίας, μονοκρατία, την μονοκρατορία, μονοκρατικό
Τυχαίες λέξεις
Излучающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστραφτερός, ακτινοβόλος, εκπομπής, εκπέμπουν, που εκπέμπουν, εκπέμποντας, εκπέμπει
Μεταφράσεις: αστραφτερός, ακτινοβόλος, εκπομπής, εκπέμπουν, που εκπέμπουν, εκπέμποντας, εκπέμπει