Измыслить στα ελληνικά
Μετάφραση: измыслить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτός, κατασκευάζω, εφευρίσκω, αποταμιεύω, αποκρούω, απολαβή, διασώζω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волынщик στα ελληνικά - αυλητής, Piper, αυλητή, της Piper, του Piper
- главнейший στα ελληνικά - πρώτος, καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
- дознаваться στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανεύρεση, doznavatsya
- думать στα ελληνικά - προτίμηση, παραδόπιστος, φαντάζομαι, υπολογίζω, γουστάρω, φανταστικός, προσδοκώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Измыслить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτός, κατασκευάζω, εφευρίσκω, αποταμιεύω, αποκρούω, απολαβή, διασώζω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Μεταφράσεις: εκτός, κατασκευάζω, εφευρίσκω, αποταμιεύω, αποκρούω, απολαβή, διασώζω, επινοώ, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν