Изобретать στα ελληνικά
Μετάφραση: изобретать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρεση, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- айва στα ελληνικά - κυδώνι, κυδώνια, κυδωνιά, κυδωνιού, κυδωνιές
- вагонетка στα ελληνικά - φορτηγό, κούρσα, βαγόνι, άμαξα, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, ...
- вероятие στα ελληνικά - πιθανότητα, κίνδυνος, κινδύνου, πιθανότητας, ενδεχόμενο
- жуть στα ελληνικά - φρίκη, τρόμος, παραδοξότητα, ηρινές, παραδοξότης, eeriness
Τυχαίες λέξεις
Изобретать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρεση, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Μεταφράσεις: εφευρίσκω, επινοώ, εφεύρεση, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν