Изучить στα ελληνικά

Μετάφραση: изучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερευνώ, κύριος, αφέντης, γραφείο, δεξιοτέχνης, σπουδές, σπουδάζω, επιθεωρώ, μετρ, ανασκόπηση, εποπτεύω, αναζήτηση, εξετάζω, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης
Изучить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вперить στα ελληνικά - φτιάχνω, για, για την, για τη, για το, για τις
  • галстук-бабочка στα ελληνικά - παπιγιό, παπιγιόν, το παπιγιόν, συνδέσεως τόξου, παπιγιον
  • дорожать στα ελληνικά - αυξάνομαι, ανατέλλω, αύξηση, ορθώνομαι, αύξηση των τιμών, αύξησης των τιμών, να αυξηθεί σε τιμή, ...
  • духовность στα ελληνικά - πνευματικότητα, πνευματικότητας, την πνευματικότητα, η πνευματικότητα, της πνευματικότητας
Τυχαίες λέξεις
Изучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερευνώ, κύριος, αφέντης, γραφείο, δεξιοτέχνης, σπουδές, σπουδάζω, επιθεωρώ, μετρ, ανασκόπηση, εποπτεύω, αναζήτηση, εξετάζω, έρευνα, μελέτη, μελέτης, σπουδών, της μελέτης