Изыскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: изыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρίσκω, εύρημα, σαρκασμός, νύξη, σκάβω, ανεύρεση, κέντρισμα, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккуратно στα ελληνικά - έξυπνα, κομψά, έγκαιρα, ακριβέστατα, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, ...
- восстановительный στα ελληνικά - επανορθωτική, αναπλαστική, Επανορθωτικής, Επανορθωτικές, ανακατασκευαστική
- вурдалак στα ελληνικά - λάμια, Ghoul, βρικόλακας, λάμιο
- выбрасываемый στα ελληνικά - διαθέσιμο, μίας χρήσης, διαθέσιμου, μιας χρήσης, χρήσεως
Τυχαίες λέξεις
Изыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρίσκω, εύρημα, σαρκασμός, νύξη, σκάβω, ανεύρεση, κέντρισμα, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Μεταφράσεις: βρίσκω, εύρημα, σαρκασμός, νύξη, σκάβω, ανεύρεση, κέντρισμα, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση