Иметь στα ελληνικά

Μετάφραση: иметь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, αμπάρι, προσταγή, κρατώ, προστάζω, έχε, έχω, της], διατάζω, κατέχω, ομάδα, γεννώ, υποφέρω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να
Иметь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вынимать στα ελληνικά - παίρνω, πεζεύω, τραβήξτε προς τα έξω, τραβήξτε έξω, τραβήξτε, βγάλτε, βγάλει
  • выстегать στα ελληνικά - μαστιγώνω, πάπλωμα, και πάπλωμα, εφάπτωμα, κάνω εφάπλωμα, συρράπτω
  • гемофилия στα ελληνικά - αιμοφιλία, αιμορροφιλία, αιμοφιλίας, αιμορροφιλίας, η αιμοφιλία
  • давка στα ελληνικά - συρρέω, κολοκύθι, πρεσάρω, πλήθος, πατικώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Иметь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, αμπάρι, προσταγή, κρατώ, προστάζω, έχε, έχω, της], διατάζω, κατέχω, ομάδα, γεννώ, υποφέρω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να