Иммунитет στα ελληνικά
Μετάφραση: иммунитет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντοχή, ανοσία, αντίσταση, ασυδοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις
- акула-людоед στα ελληνικά - άνθρωπος, ο άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρας, άνδρα
- аудитор στα ελληνικά - ελέγχω, ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
- бонвиван στα ελληνικά - bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, οι Bon
- боярышник στα ελληνικά - λευκάκανθρα, λευκάγκαθα, μοσφιλιάς, Hawthorn, κραταίγου
Τυχαίες λέξεις
Иммунитет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντοχή, ανοσία, αντίσταση, ασυδοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: αντοχή, ανοσία, αντίσταση, ασυδοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία