Инструктивный στα ελληνικά
Μετάφραση: инструктивный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, καθοδήγηση, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездарный στα ελληνικά - πληκτικός, μουντός, μουχρός, βαρετός, χωρίς ταλάντον, ταλάντον, έλλειψη ταλέντου, ...
- блокировка στα ελληνικά - ασφάλισης, κλείδωμα, κλειδώματος, μανδαλώσεως, ασφαλίσεως
- внесудебный στα ελληνικά - εξώδικες, εξωδικαστικές, εξωδίκων, εξώδικων, εξωδικαστικών
- вырезывание στα ελληνικά - κοπής, κοπή, τεμαχισμού, κοπτική, κόψιμο
Τυχαίες λέξεις
Инструктивный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, καθοδήγηση, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Μεταφράσεις: οδηγία, καθοδήγηση, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού