Исповедник στα ελληνικά
Μετάφραση: исповедник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулирующий στα ελληνικά - diriment
- болельщик στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, υποστηρικτής, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
- вглядеться στα ελληνικά - ρολόι, φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, βλέμμα, ατενίζω, ομότιμων, ...
- жизнерадостный στα ελληνικά - φαιδρός, ευτυχής, καλόκαρδος, ζωηρός, εύθυμος, ανθεκτικός, ελαστικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Исповедник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή
Μεταφράσεις: εξομολογητής, πνευματικός, εξομόλογος, Ομολογητής, εξομολόγος, εξομολογητή