Испортившийся στα ελληνικά
Μετάφραση: испортившийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπισμένος, σαπρός, ελαττωματικός, σαθρός, χάλια, το, η, ο, την, της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абстрагирующий στα ελληνικά - αφαιρετικής, αφαιρετική, αφαιρετικό, αφαιρετικά, αφαιρετικές
- брызганье στα ελληνικά - ράντισμα, ραντίζω, πιτσιλάω, πασπάλισμα, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πασπαλίζω, ...
- генетик στα ελληνικά - γενεσιολόγος, γενετησιολόγο, γενετησιολόγος, γενετιστής, γενετιστή
- жерло στα ελληνικά - αυλός, στόμα, κρατήρας, σωλήνας, πίπα, στόμιο, το στόμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Испортившийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπισμένος, σαπρός, ελαττωματικός, σαθρός, χάλια, το, η, ο, την, της
Μεταφράσεις: σαπισμένος, σαπρός, ελαττωματικός, σαθρός, χάλια, το, η, ο, την, της