Испугать στα ελληνικά
Μετάφραση: испугать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блюсти στα ελληνικά - παρατηρώ, κρατώ, σεβασμός, τηρώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, σέβομαι, ...
- выписка στα ελληνικά - εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
- головушка στα ελληνικά - τύπος, συνάδελφος, άντρας, τους συναδέλφους, συναδέλφους, συμπολίτες, συντροφικό, ...
- досмотрщик στα ελληνικά - επιθεωρητής, επιστάτης, θυρωρός, επόπτης, ελεγκτής, εξεταστής, εξεταστή, ...
Τυχαίες λέξεις
Испугать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει
Μεταφράσεις: τρομάζω, φοβίζω, εκφοβίζω, ξάφνιασμα, τρομάξει, τρομάζουν και, να τρομάξει