Испытующий στα ελληνικά

Μετάφραση: испытующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκριτος, περίεργος, αναζήτηση, ψάχνοντας, την αναζήτηση, ψάχνουν, αναζητούν
Испытующий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • армерия στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
  • белла στα ελληνικά - Bella, Μπέλλα, Το Bella, Μπέλα, της Μπέλλα
  • грат στα ελληνικά - χαλίκι, άμμος, αναλαμπή, φλας, αμμόλιθος, αγριάδα, Burr, ...
  • дьявольщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
Τυχαίες λέξεις
Испытующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκριτος, περίεργος, αναζήτηση, ψάχνοντας, την αναζήτηση, ψάχνουν, αναζητούν