Истачивать στα ελληνικά
Μετάφραση: истачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλέθω, αγγαρεία, τρίζω, λιώνω, istachivat
Μεταφράσεις
- благополучно στα ελληνικά - ευτυχισμένα, ασφάλεια, με ασφάλεια, ασφαλή, ασφαλώς
- босоножки στα ελληνικά - σανδάλια, Sandals, πέδιλα, τα σανδάλια, σανδαλιών
- визуальный στα ελληνικά - οπτικός, Visual, οπτική, οπτικό, οπτικής
- добротность στα ελληνικά - ποιότητα, συντελεστής ποιότητας, παράγοντας ποιότητας, συντελεστή ποιότητας, συντελεστή ποιότητος, ποιότητα παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Истачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλέθω, αγγαρεία, τρίζω, λιώνω, istachivat
Μεταφράσεις: αλέθω, αγγαρεία, τρίζω, λιώνω, istachivat