Источать στα ελληνικά
Μετάφραση: источать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάλλω, παραγωγή, καλύβα, παράγκα, σοδειά, εκκρίνω, εξιδρώνουν, αποπνέουν, διαθέτουν, αποπνέει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возмужалый στα ελληνικά - ωριμάζω, ώριμος, μεστός, μεστώνω, καλλιεργούνται-up, ώριμο, ενήλικα, ...
- выдержанность στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
- глянцевый στα ελληνικά - στιλπνός, γυαλιστερός, γυαλιστερό, γυαλιστερή, γυαλιστερά, στιλπνή, στιλπνό
- дети στα ελληνικά - τσούρμο, μελαγχολώ, παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, τέκνα
Τυχαίες λέξεις
Источать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάλλω, παραγωγή, καλύβα, παράγκα, σοδειά, εκκρίνω, εξιδρώνουν, αποπνέουν, διαθέτουν, αποπνέει
Μεταφράσεις: αποβάλλω, παραγωγή, καλύβα, παράγκα, σοδειά, εκκρίνω, εξιδρώνουν, αποπνέουν, διαθέτουν, αποπνέει