Истощать στα ελληνικά
Μετάφραση: истощать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεινώ, τραβώ, μειώνω, λιμοκτονώ, σχάρα, μέγγενη, έλκω, αμβλύνω, ελαφρύνω, εξάτμιση, ράφι, επισύρω, ζουμί, φορώ, χυμός, ξοδεύω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валовой στα ελληνικά - πρόστυχος, ακαθάριστος, αισχρός, χοντρός, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ακαθάριστη, ...
- веселость στα ελληνικά - ζωντάνια, ευφροσύνη, ευθυμία, gaiety, κέφι, η ευθυμία, ευθυμίας
- вынырнуть στα ελληνικά - σειρά, στροφή, αναδύομαι, στρίβω, αναδύονται, αναδυθεί, προκύπτουν, ...
- жидкость στα ελληνικά - ύδωρ, υγρό, ρευστό, υγρού, ρευστού, υγρών
Τυχαίες λέξεις
Истощать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεινώ, τραβώ, μειώνω, λιμοκτονώ, σχάρα, μέγγενη, έλκω, αμβλύνω, ελαφρύνω, εξάτμιση, ράφι, επισύρω, ζουμί, φορώ, χυμός, ξοδεύω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Μεταφράσεις: πεινώ, τραβώ, μειώνω, λιμοκτονώ, σχάρα, μέγγενη, έλκω, αμβλύνω, ελαφρύνω, εξάτμιση, ράφι, επισύρω, ζουμί, φορώ, χυμός, ξοδεύω, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε