Кабинетный στα ελληνικά
Μετάφραση: кабинетный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολυθρόνα, θεωρητικός, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ваяние στα ελληνικά - λαξευτής, γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, γλύπτης, γλυπτικής, γλυπτά, ...
- вредный στα ελληνικά - κακός, κακολογώ, σατανικός, ολέθριος, βλαβερός, επιζήμιος, επιβλαβής, ...
- двусторонний στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διμερής, αναστρέψιμη, αναστρέψιμες, αντιστρεπτή, ...
- жалостный στα ελληνικά - αξιολύπητος, οικτρός, αξιολύπητη, αξιολύπητο, θλιβερό, παθητική
Τυχαίες λέξεις
Кабинетный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολυθρόνα, θεωρητικός, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες
Μεταφράσεις: πολυθρόνα, θεωρητικός, καθίσματα, πολυθρόνας, καρέκλα, πολυθρόνες