Капюшон στα ελληνικά

Μετάφραση: капюшон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, σκούφος, μπέρτα, κάπα, πατατούκα, κουκούλα, τραγιάσκα, ακρωτήριο, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα
Капюшон στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бездоказательный στα ελληνικά - αναπόδεικτος, αβάσιμες, αβάσιμους, αβάσιμων, ατεκμηρίωτη
  • воеводство στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, είδος υφάσματος, Σιλεσίας, Σιλεσία, Silesia, Δυτικής Πομερανίας
  • выделка στα ελληνικά - άρθρο, κατασκευάζω, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
  • генетик στα ελληνικά - γενεσιολόγος, γενετησιολόγο, γενετησιολόγος, γενετιστής, γενετιστή
Τυχαίες λέξεις
Капюшон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, σκούφος, μπέρτα, κάπα, πατατούκα, κουκούλα, τραγιάσκα, ακρωτήριο, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα