Карликовый στα ελληνικά
Μετάφραση: карликовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκιάζω, νάνος, υποκοριστικός, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакенбарды στα ελληνικά - φαβορίτα, γενειά, μουστάκια, ινίδια, τα μουστάκια
- вывозка στα ελληνικά - αφαίρεση, μετάθεση, εξαγωγή, εξάγω, εξάλειψη, μετακίνηση, απομάκρυνση, ...
- дернуться στα ελληνικά - τράνταγμα, κόπανος, κλονισμός, τράβηγμα, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, ...
- заботить στα ελληνικά - ανησυχία, ενδιαφέρον, παρενοχλώ, ανησυχώ, κόπος, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Карликовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκιάζω, νάνος, υποκοριστικός, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
Μεταφράσεις: επισκιάζω, νάνος, υποκοριστικός, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων