Касательство στα ελληνικά

Μετάφραση: касательство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνδεση, ανησυχία, ανταπόκριση, σχέση, ενδιαφέρον, προβληματισμός, που φέρουν, φέρουν, φέρει, που φέρει, λαμβάνοντας
Касательство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • агитатор στα ελληνικά - ταραχοποιός, αναδευτήρα, ανάδευσης, αναδευτήρας, συσκευής ανάδευσης
  • алименты στα ελληνικά - επίδομα διατροφής, τροφεία, διατροφής, διατροφή, επιδόματος διατροφής
  • вилы στα ελληνικά - δίκρανο, Δικρανιά, pitchfork, Δικρανιά για, δικράνι
  • гений στα ελληνικά - εγκέφαλος, ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
Τυχαίες λέξεις
Касательство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνδεση, ανησυχία, ανταπόκριση, σχέση, ενδιαφέρον, προβληματισμός, που φέρουν, φέρουν, φέρει, που φέρει, λαμβάνοντας