Квакать στα ελληνικά
Μετάφραση: квакать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безбумажный στα ελληνικά - χωρίς χαρτί, χωρίς χαρτιά, χωρίς τη χρήση χαρτιού, χωρίς έντυπα
- водвориться στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- выслуживать στα ελληνικά - προκρίνομαι, αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
- деловитый στα ελληνικά - μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
Τυχαίες λέξεις
Квакать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός
Μεταφράσεις: κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός